- καταδείξαι
- καταδείξαῑ , καταδείκνυμιdiscover and make knownaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδεῖξαι — καταδείκνυμι discover and make known aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεικνύω — και καταδείχνω (AM καταδεικνύω, Α και καταδείκνυμι) 1. ανακαλύπτω ή επινοώ κάτι και τό κάνω γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», Ηρόδ.) 2. έχω και προβάλλω αποδείξεις για να επικυρώσω κάτι, αποδεικνύω μσν. κατασκευάζω αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
χοοπότης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που πίνει ολόκληρους χόες («Διονύσῳ χοοπότῃ θυσιάσαντα καὶ τὴν χοῶν ἑορτὴν αὐτόθι καταδεῑξαι», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) «μονάδα μέτρησης υγρών» + πότης*] … Dictionary of Greek